- βέβαιος
- -η, -ο (AM βέβαιος, -α, -ον)1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος2. (για πρόσωπο) σταθερόςνεοελλ.(για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτιαρχ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, τοβεβαιότητα, σταθερότητααρχ.1. στερεός, σταθερός2. μόνιμος, διαρκής.[ΕΤΥΜΟΛ. Το βέβαιος περιέχει ένα διπλασιασμένο τ. του βήναι (απρμφ. αόρ. του βαίνω) και συνεπώς συνδέεται μορφολογικά και σημασιολογικά με τη μτχ. βεβαώς του παρακμ. βέβηκα, βάσει της οποίας ερμηνεύεται πιθ. το βέβαιος < (τ.) *βεβα-υσ-ιος (πρβλ. και ιδυίος < *Fιδ-υσ-ιος). Στον Θουκυδίδη και στον Πλάτωνα ο τ. απαντά πάντοτε ως βέβαιος, -ον, ενώ σε άλλους συγγραφείς και ως βέβαιος, -α, -ον. Το βέβαιος χρησιμοποιείται με αρχική σημασία «σταθερός, στέρεος», απ' όπου προέκυψε η έννοια του «διαρκής, ασφαλής, σίγουρος». Τέλος, ο όρος βέβαιος ως επίθ. χαρακτηρίζει συνήθως πράγματα, σε σπάνιες δε περιπτώσεις πρόσωπα (πρβλ. «βέβαιος φίλος»).ΠΑΡ. βεβαιοσύνη, βεβαιότητα (-ότης), βεβαιώνω (-ώ).ΣΥΝΘ. αβέβαιοςνεοελλ.υπερβέβαιος].
Dictionary of Greek. 2013.